Η έντονη ανάπτυξη του ινώδους συνδετικού ιστού του μαστού, σε συνδυασμό με διάσπαρτες μικροκυστικές αλλοιώσεις.
Η πρόσφατη “έκρηξη” στην ζήτηση Ψηφιακής Μαστογραφίας είναι γενικά δικαιολογημένη λόγω των πλεονεκτημάτων που παρέχει. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι αναντικατάστατη σε κάποιες άλλες μικρή διαφορά έχει από την αναλογική. Ετσι γυναίκες πριν την ηλικία των 50 ή πριν την εμμηνόπαυση όπως και γυναίκες με πυκνό μαστό σαφώς οφελούνται από την ψηφιακή μαστογραφία. Σε γυναίκες με προθέματα σιλικόνης ή φυσιολογικού ορού, η ψηφιακή είναι απαράμιλλη.
Όλες μας οι μαστογραφίες συνοδεύονται από film και CD ώστε να υπάρχει δυνατότητα μελέτης και σε υπολογιστή.
Η πρώτη μαστογραφία σαν προληπτική εξέταση γίνεται όταν μια γυναίκα είναι περίπου 40 ετών. Σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει μια γυναίκα να ξεκινήσει νωρίτερα, ακόμη και από τα 35 της.
Βασικός παράγοντας που καθορίζει το πότε πρέπει να αρχίσει ο προληπτικός έλεγχος των μαστών με μαστογραφία είναι η κληρονομική επιβάρυνση.
Υπάρχουν απόψεις για το αν σε όλες τις ηλικίες πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο η εξέταση ή αυτό δεν είναι απαραίτητο πριν τα πενήντα. Ο γιατρός που σας παρακολουθεί θα αξιολογήσει την δική σας περίπτωση και θα καθορίσει ένα πρόγραμμα παρακολούθησης το οποίο εκτός από την κλινική εξέταση και τη μαστογραφία πιθανώς να περιλαμβάνει και το υπερηχογράφημα αν συντρέχει λόγος (πυκνοί μαστοί, ινοκυστική μαστοπάθεια).
Σε καμία περίπτωση δεν είναι η μέθοδος για προληπτικό έλεγχο (screening test) που μπορεί να υποκαταστήσει την μαστογραφία. Έχει υπεροχή στο να κάνει διαφορική διάγνωση μεταξύ συμπαγών και κυστικών στοιχείων που εμφανίζονται όμοια στην μαστογραφία, όπως και είναι συμπληρωματική μέθοδος, απαραίτητη στις περιπτώσεις πυκνού μαστού – ινοκυστική μαστοπάθεια.
Mammopad: Ανακούφιση από τον πόνο κατά τη μαστογραφία.
Στις γυναίκες με ευαισθησία κατά την πίεση του μαστού στην μαστογραφία, το ειδικό μαλακό mammopad τοποθετείται στον μαστογράφο και ανακουφίζει τις περισσότερες απο αυτές.
Αυτό είναι εύκολο να διαπιστωθεί από την τεχνολόγο μας κατά την αρχική σταδιακή πίεση του μαστού, οπότε διακόπτει την πίεση και τοποθετεί το ειδικό μαξιλαράκι.
Τα περισσότερα είδη αποτιτανώσεων δεν έχουν καμία παθολογική σημασία. Είναι όμως δυνατό μικροαποτιτανώσεις με ειδικά χαρακτηριστικά να είναι ενδεικτικές συνήθως αρχομένης κακοήθους εξεργασίας στον μαστό. Άλλες από αυτές έχουν τυπικά χαρακτηριστικά και οδηγούν κατευθείαν σε βιοψία και άλλες επιβάλλουν στενή παρακολούθηση ή περαιτέρω έλεγχο (μαγνητική τομογραφία).
Αυτή η περίληψη/μετάφραση μελέτης εμφανίζει τον κίνδυνο να εμφανίσει μια γυναίκα καρκίνο του μαστού σε κάθε ηλικιακή ομάδα.
NATIONAL CANCER INSTITUTE (USA)
Βασικά σημεία επιδημιολογίας του καρκίνου του μαστού
Εκτιμάται ότι στο 12.7% των γυναικών που γεννιούνται σήμερα θα διαγνωσθεί καρκίνος του μαστού στη διάρκεια της ζωής τους.
Επειδή όμως η πιθανότητα αυτή αυξάνει με την ηλικία είναι πιο σημαντική η εκτίμηση του κινδύνου σε ηλικιακές ομάδες. Οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν στο σύνολο των γυναικών (στις ΗΠΑ), και όχι τον ατομικό κίνδυνο κάθε γυναίκας επειδή υπάρχουν σημαντικοί άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την πιθανότητα (οικογενειακό ιστορικό κλπ).
Πιθανότητα διάγνωσης καρκίνου μαστού σε διάφορες ηλικίες
ηλικία 30-39 ετών 0.43% (1/233)
40-49 1.44% (1/69)
50-59 2.63% (1/38)
60-69 3.65% (1/27)
Γυναίκα ηλικίας 80 ετών έχει κατά μέσο όρο πιθανότητα 2% να εμφανίσει καρκίνο του μαστού μέσα στα επόμενα 5χρόνια και 3.1% στα επόμενα 10 χρόνια.
Για να δείτε εξατομικευμένο κίνδυνο μιας γυναίκας με υπολογισμό
ατομικών παραγόντων, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα
http://www.cancer.gov/bcrisktool/
Κατηγορία
BIRADS
|
Ορισμός της βλάβης
|
Πιθανότητα κακοήθειας
|
Διαχείριση
|
0
|
Ατελής εξέταση
|
–
|
Περαιτέρω έρευνα
|
1
|
Φυσιολογική εξέταση
|
0%
|
Επανέλεγχος κάθε χρόνο
|
2
|
Καλοήθης βλάβη
|
0%
|
Επανέλεγχος κάθε χρόνο
|
3
|
Πιθανώς καλοήθης βλάβη
|
<2%
|
Επανέλεγχος κάθε εξάμηνο
|
4a
|
Χαμηλή πιθανότητα κακοήθειας
|
2-49%
|
Βιοψία
|
4b
|
Μεσαία πιθανότητα κακοήθειας
|
50-89%
|
Βιοψία
|
4c
|
Υψηλή πιθανότητα κακοήθειας
|
90-95%
|
Βιοψία
|
5
|
Πολύ υψηλή πιθανότητα κακοήθειας
|
>95%
|
Βιοψία
|
6
|
Αποδεδειγμένη με βιοψία κακοήθεια
|
100%
|
Άμεση χειρουργική αντιμετώπιση
|
A USA/NCI (National cancer institute) article
Screening for breast cancer before there are symptoms can be important. Screening can help doctors find and treat cancer early. Treatment is more likely to work well when cancer is found early.
Your doctor may suggest the following screening tests for breast cancer:
Screening mammogram
Clinical breast exam
Breast self-exam
You should ask your doctor about when to start and how often to check for breast cancer.
Screening Mammogram
To find breast cancer early, NCI recommends that:
Women in their 40s and older should have mammograms every 1 to 2 years. A mammogram is a picture of the breast made with x-rays.
Women who are younger than 40 and have risk factors for breast cancer should ask their health care provider whether to have mammograms and how often to have them.
Mammograms can often show a breast lump before it can be felt. They also can show a cluster of tiny specks of calcium. These specks are called microcalcifications. Lumps or specks can be from cancer, precancerous cells, or other conditions. Further tests are needed to find out if abnormal cells are present.
If an abnormal area shows up on your mammogram, you may need to have more x-rays. You also may need a biopsy. A biopsy is the only way to tell for sure if cancer is present. (The “Diagnosis” section has more information on biopsy.)
Mammograms are the best tool doctors have to find breast cancer early. However, mammograms are not perfect:
A mammogram may miss some cancers. (The result is called a “false negative.”)
A mammogram may show things that turn out not to be cancer. (The result is called a “false positive.”)
Some fast-growing tumors may grow large or spread to other parts of the body before a mammogram detects them.
Mammograms (as well as dental x-rays, and other routine x-rays) use very small doses of radiation. The risk of any harm is very slight, but repeated x-rays could cause problems. The benefits nearly always outweigh the risk. You should talk with your health care provider about the need for each x-ray. You should also ask for shields to protect parts of your body that are not in the picture.
Clinical Breast Exam
During a clinical breast exam, your health care provider checks your breasts. You may be asked to raise your arms over your head, let them hang by your sides, or press your hands against your hips.
Your health care provider looks for differences in size or shape between your breasts. The skin of your breasts is checked for a rash, dimpling, or other abnormal signs. Your nipples may be squeezed to check for fluid.
Using the pads of the fingers to feel for lumps, your health care provider checks your entire breast, underarm, and collarbone area. A lump is generally the size of a pea before anyone can feel it. The exam is done on one side, then the other. Your health care provider checks the lymph nodes near the breast to see if they are enlarged.
A thorough clinical breast exam may take about 10 minutes.
Breast Self-Exam
You may perform monthly breast self-exams to check for any changes in your breasts. It is important to remember that changes can occur because of aging, your menstrual cycle, pregnancy, menopause, or taking birth control pills or other hormones. It is normal for breasts to feel a little lumpy and uneven. Also, it is common for your breasts to be swollen and tender right before or during your menstrual period.
You should contact your health care provider if you notice any unusual changes in your breasts.
Breast self-exams cannot replace regular screening mammograms and clinical breast exams. Studies have not shown that breast self-exams alone reduce the number of deaths from breast cancer.
You may want to ask the doctor the following questions about screening:
Which tests do you recommend for me? Why?
Do the tests hurt? Are there any risks?
How much do mammograms cost? Will my health insurance pay for them?
How soon after the mammogram will I learn the results?
If the results show a problem, how will you learn if I have cancer?
(NCI article)
Diagnosis
If you have a symptom or screening test result that suggests cancer, your doctor must find out whether it is due to cancer or to some other cause. Your doctor may ask about your personal and family medical history. You may have a physical exam. Your doctor also may order a mammogram or other imaging procedure. These tests make pictures of tissues inside the breast. After the tests, your doctor may decide no other exams are needed. Your doctor may suggest that you have a follow-up exam later on. Or you may need to have a biopsy to look for cancer cells.
Clinical Breast Exam
Your health care provider feels each breast for lumps and looks for other problems. If you have a lump, your doctor will feel its size, shape, and texture. Your doctor will also check to see if it moves easily. Benign lumps often feel different from cancerous ones. Lumps that are soft, smooth, round, and movable are likely to be benign. A hard, oddly shaped lump that feels firmly attached within the breast is more likely to be cancer.
Diagnostic Mammogram
Diagnostic mammograms are x-ray pictures of the breast. They take clearer, more detailed images of areas that look abnormal on a screening mammogram. Doctors use them to learn more about unusual breast changes, such as a lump, pain, thickening, nipple discharge, or change in breast size or shape. Diagnostic mammograms may focus on a specific area of the breast. They may involve special techniques and more views than screening mammograms.
Ultrasound
An ultrasound device sends out sound waves that people cannot hear. The waves bounce off tissues. A computer uses the echoes to create a picture. Your doctor can view these pictures on a monitor. The pictures may show whether a lump is solid or filled with fluid. A cyst is a fluid-filled sac. Cysts are not cancer. But a solid mass may be cancer. After the test, your doctor can store the pictures on video or print them out. This exam may be used along with a mammogram.
Magnetic Resonance Imaging
Magnetic resonance imaging (MRI) uses a powerful magnet linked to a computer. MRI makes detailed pictures of breast tissue. Your doctor can view these pictures on a monitor or print them on film. MRI may be used along with a mammogram.
Biopsy
Your doctor may refer you to a surgeon or breast disease specialist for a biopsy. Fluid or tissue is removed from your breast to help find out if there is cancer.
Some suspicious areas can be seen on a mammogram but cannot be felt during a clinical breast exam. Doctors can use imaging procedures to help see the area and remove tissue. Such procedures include ultrasound-guided, needle-localized, or stereotactic biopsy.
Doctors can remove tissue from the breast in different ways:
Fine-needle aspiration: Your doctor uses a thin needle to remove fluid from a breast lump. If the fluid appears to contain cells, a pathologist at a lab checks them for cancer with a microscope. If the fluid is clear, it may not need to be checked by a lab.
Core biopsy: Your doctor uses a thick needle to remove breast tissue. A pathologist checks for cancer cells. This procedure is also called a needle biopsy.
Surgical biopsy: Your surgeon removes a sample of tissue. A pathologist checks the tissue for cancer cells.
An incisional biopsy takes a sample of a lump or abnormal area.
An excisional biopsy takes the entire lump or area.
If cancer cells are found, the pathologist can tell what kind of cancer it is. The most common type of breast cancer is ductal carcinoma. Abnormal cells are found in the lining of the ducts. Lobular carcinoma is another type. Abnormal cells are found in the lobules.
You may want to ask your doctor the following questions before having a biopsy:
What kind of biopsy will I have? Why?
How long will it take? Will I be awake? Will it hurt? Will I have anesthesia? What kind?
Are there any risks? What are the chances of infection or bleeding after the biopsy?
How soon will I know the results?
If I do have cancer, who will talk with me about the next steps? When?
Στις γυναίκες σχετίζεται με τις διαταραχές των οιστρογόνων όπως συμβαίνει
Στους άνδρες τα χαμηλά επίπεδα τεστοστερόνης που μπορεί να έχει προκληθεί από φαρμακευτική αγωγή για τον υπογοναδισμό ή για τον καρκίνο του προστάτη.
Αξιόπιστη πλήρης ανάλυση
Σε λίγα λεπτά έχουμε μια πλήρη εικόνα της κατανομής του σωματικού λίπους και γενικά της σύστασης του σώματος. Η εικόνα είναι έγχρωμη ώστε να ερμηνέυεται εύκολα και με τον τρόπο αυτό είναι δυνατή η παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της ακολουθούμενης δίαιτας και της ελάττωσης του σωματικού λίπους ανά περιοχή.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι η μέθοδος για προληπτικό έλεγχο (screening test) που μπορεί να υποκαταστήσει την μαστογραφία. Έχει υπεροχή στο να κάνει διαφορική διάγνωση μεταξύ συμπαγών και κυστικών στοιχείων που εμφανίζονται όμοια στην μαστογραφία, όπως και είναι συμπληρωματική μέθοδος, απαραίτητη στις περιπτώσεις πυκνού μαστού – ινοκυστική μαστοπάθεια.
Ο θυρεοειδής είναι ένας από τους βασικότερους αδένες του σώματος. Βρίσκεται στον λαιμό μπροστά από τον λάρυγγα (κάτω από το μήλο του Αδάμ) και αποτελείται από τον δεξιό και αριστερό λοβό, που συνδέονται με τον ισθμό.
Ο θυρεοειδής προσλαμβάνει ιώδιο από το αίμα και συνθέτει ορμόνες (θυροξίνη- τριιωδοθυρονίνη). Οι ορμόνες αυτές εισέρχονται στα κύτταρα και αυξάνουν το μεταβολισμό του οργανισμού και τη θερμοκρασία του σώματος.
Η αύξηση της παραγωγής των ορμονών προκαλεί τον υπερθυρεοειδισμό, ενώ η ελάττωσή τους υποθυρεοειδισμό.
Εκτός από τη θυροξίνη και τριιωδοθυρονίνη, ο θυρεοειδής παράγει και την ορμόνη καλσιτονίνη που παίζει καθοριστικό ρόλο στη ρύθμιση του ασβεστίου στο αίμα. Η αύξηση της τιμής της συνδέεται με το μυελοειδές καρκίνωμα του θυρεοειδούς.
Η πιο συνηθισμένη πάθηση του θυρεοειδούς είναι η βρογχοκήλη (υπερπλασία του αδένα) και συνήθως οφείλεται σε έλλειψη ιωδίου.
Η βρογχοκήλη συχνά συνοδεύεται από συμπαγείς όζους (υπερπλαστικούς), οι οποίοι είναι κυτταροβριθείς και πολλές φορές εκφυλίζονται κυστικά και περιέχουν αίμα ή κολλοειδές (κολλοειδείς όζοι).
Το κολλοειδές είναι φυσιολογική ουσία που βρίσκεται στον θυρεοειδή. Εκεί αποθηκεύονται οι ορμόνες του θυρεοειδούς, συνδέονται με τη θυρεοσφαιρίνη και απεκκρίνονται βαθμιαία στην κυκλοφορία.
ΟΙ ΟΖΟΙ
Οι όζοι της βρογχοκήλης είναι κατά κανόνα καλοήθεις όζοι και αντιμετωπίζονται θεραπευτικά με τη χορήγηση θυροξίνης. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι πολλές φορές ο καρκίνος του θυρεοειδούς –και μάλιστα ο πιο συχνός από αυτούς, το θηλώδες καρκίνωμα- είναι δύσκολο να διακριθεί υπερηχογραφικά από έναν καλοήθη όζο. Σε πολλές περιπτώσεις οζώδους βρογχοκήλης το θηλώδες καρκίνωμα μπορεί να είναι ο μικρότερος εκ των όζων, με μέγεθος μικρότερο του εκατοστού.
Οι όζοι του θυρεοειδούς συχνά ψηλαφιούνται από τους ίδιους τους ασθενείς ή φαίνονται στον καθρέφτη. Στο υπερηχογράφημα του θυρεοειδούς οι όζοι ανευρίσκονται σε ποσοστό 30-40% ως τυχαίο εύρημα –και κυρίως στις γυναίκες. Η ευαισθησία της μεθόδου (η δυνατότητα δηλαδή των υπερήχων στην ανίχνευση των όζων) πλησιάζει το 100%.
Στο σπινθηρογράφημα, ανάλογα με το αν είναι λειτουργικοί (δηλ. αν παράγουν ορμόνες) ή όχι, χαρακτηρίζονται θερμοί ή ψυχροί αντίστοιχα. Οι ψυχροί όζοι είναι περισσότεροι (85%) και έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να είναι κακοήθεις. Αντίθετα οι θερμοί όζοι σπάνια είναι κακοήθεις. Ο καρκίνος του θυρεοειδούς σε έδαφος οζώδους βρογχοκήλης είναι σχετικά σπάνιος (2%), αυξάνεται όμως η πιθανότητα (4%) σε περίπτωση μονήρους όζου, ιδίως αν είναι ψυχρός στο σπινθηρογράφημα και σκληρός στην ψηλάφηση.
Οι όζοι του θυρεοειδούς έχουν μεγάλη ποικιλία στην απεικόνισή τους με υπερήχους. Ανάλογα με το αν αντανακλούν ή απορροφούν τους υπερήχους χαρακτηρίζονται υπερηχογενείς ή υποηχογενείς αντίστοιχα. Ανάλογα με το σχήμα τους είναι στρογγυλοί ή ατρακτοειδείς, με τη μεγαλύτερη διάμετρο παράλληλη ή κάθετη στον επιμήκη άξονα του θυρεοειδούς. Μπορεί να έχουν σαφές ή ασαφές περίγραμμα, να περιβάλλονται από λεπτή ή παχιά άλω, να είναι συμπαγείς ή κυστικά εκφυλισμένοι. Τέλος, μπορεί να περιέχουν μικροαποτιτανώσεις ή αδρές αποτιτανώσεις ή να είναι αποτιτανωμένοι σε όλη τους την περιφέρεια. Ο έλεγχος με έγχρωμο Doppler τους διακρίνει σε αυτούς που έχουν μόνο περιφερική αγγείωση και σ’ αυτούς που έχουν και περιφερική και κεντρική αγγείωση.
Ύποπτα χαρακτηριστικά θυρεοειδικού όζου θεωρούνται η υποηχογένεια, η ύπαρξη μικροαποτιτανώσεων εντός αυτού, η ύπαρξη αδρών αποτιτανώσεων στο κέντρο του, το ασαφές περίγραμμα, η παχιά και ασύμμετρη άλω, το στρογγυλό σχήμα του ή σε περίπτωση επιμήκους όζου η μεγαλύτερη διάμετρος να είναι κάθετη στον επιμήκη άξονα του θυρεοειδούς. Επίσης, η ύπαρξη κεντρικής και περιφερικής αγγείωσης του όζου στον έλεγχο με έγχρωμο Doppler επιβαρύνει την πρόγνωση, όπως επίσης και η αύξηση του μεγέθους σε συγκριτικά υπερηχογραφήματα παρά τη χορήγηση θυροξίνης. Επιβαρυντικό στοιχείο αποτελεί ακόμα και η υποχώρηση του όζου στην προσπάθεια παρακέντησης (σκληρός όζος), εύρημα που συνηγορεί στην ύπαρξη διαφορετικού ιστού στον θυρεοειδή.
Ατρακτοειδείς κυστικά εκφυλισμένοι όζοι ή όζοι αποτιτανωμένοι στην περιφέρεια σπάνια είναι κακοήθεις. Πάντως, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά τους, οι όζοι άνω του εκατοστού συνήθως παρακεντώνται.
Η ΠΑΡΑΚΕΝΤΗΣΗ
Η διαδικασία παρακέντησης του θυρεοειδούς όζου με καθοδήγηση υπερήχων είναι μια απλή διαδικασία (η αίσθηση του εξεταζόμενου είναι περίπου αυτής της ενδομυικής ένεσης).
Μία απλή βελόνα αιμοληψίας (18G) εισάγεται στον λαιμό και παρακολουθείται η πορεία της με υπερήχους ώσπου η άκρη της να εισέλθει στον όζο. Στην συνέχεια αναρροφάται υλικό και αποστέλλεται στον κυτταρολόγο. Η μέθοδος δεν θέλει καμία προετοιμασία πλην της αποφυγής λήψης ασπιρίνης ή αντιπηκτικών, καθώς υπάρχει η πιθανότητα να δημιουργηθεί αιμάτωμα στο σημείο της παρακέντησης. Δεν υπάρχει κανένας περιορισμός μετά το τέλος της μεθόδου.
Η μέθοδος έχει μεγάλη αξιοπιστία (70-97%) και εξαρτάται από την εμπειρία του ακτινολόγου και του κυτταρολόγου. Συχνά όμως παρουσιάζει ψευδή αρνητικά αποτελέσματα (20%). Για τον λόγο αυτό επιβάλλεται η επανάληψη της μεθόδου ανά διαστήματα. Σε περίπτωση ανεπαρκούς υλικού, αυτό μπορεί να οφείλεται στην κυστική εκφύλιση του όζου.
Η FNA βοηθά επίσης στη διάγνωση του αδενώματος (καλοήθης όζος του θυρεοειδούς ) που απαντά σε ποσοστό 5-10%, όπως επίσης και των εστιών θυρεοειδίτιδος, μιας ιδιαίτερα συχνής πάθησης του θυρεοειδούς, που μοιάζουν με θυρεοειδικούς όζους.
Γενικά η FNA είναι η καλύτερη μέθοδος στη διάκριση των καλοήθων από τους κακοήθεις όζους του θυρεοειδούς.
Στο υπερηχογράφημα της άνω κοιλίας τα όργανα που εξετάζονται είναι το ήπαρ, οι χοληφόροι οδοί, η χοληδόχος κύστη, το πάγκρεας, οι νεφροί, ο σπλήνας, η κοιλιακή αορτή ενώ με τις κεφαλές υψηλών συχνοτήτων (10 MHz) μπορούμε να εξετάσουμε τον πεπτικό σωλήνα (όχι όμως με την αξιοπιστία άλλων εξετάσεων όπως πχ η γαστροσκόπηση και η κολονοσκόπηση) όπως επίσης και το κοιλιακό τοίχωμα.
Η αξιοπιστία των υπερήχων της άνω κοιλίας σε έμπειρους χειριστές πχ στο ήπαρ πλησιάζει αυτών άλλων μεθόδων όπως η αξονική τομογραφία (CT) και ο μαγνητικός συντονισμός (MRI) *
Οι πιο συχνές καλοήθεις βλάβες που ανιχνεύονται με τους υπερήχους στο ήπαρ είναι η λιπώδης διήθηση ( αύξηση λίπους στα ηπατικά κύτταρα), οι κύστεις και τα αιμαγγειώματα, ενώ πιο σπάνια είναι τα αποστήματα και οι κακοήθεις βλάβες (πρωτοπαθείς όγκοι και μεταστάσεις). Οι υπέρηχοι επίσης παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανίχνευση της κίρρωσης του ήπατος.
Οι λίθοι της χοληδόχου κύστεως είναι μία συχνή πάθηση και οι υπέρηχοι αποτελούν την καλύτερη μέθοδο για την ανάδειξη αυτών. Η φλεγμονή του τοιχώματος της χοληδόχου κύστεως (χολοκυστίτιδα) αναδεικνύεται επίσης εύκολα με τους υπερήχους.
Το πάγκρεας (με εξαίρεση του παχύσαρκου ασθενούς) είναι ένα όργανο που επίσης εξετάζεται με μεγάλη αξιοπιστία με τους υπερήχους, ιδίως για την ανίχνευση της παγκρεατίτιδας και του καρκίνου. Πολλές φορές όμως λόγω του αέρα που υπάρχει στο στομάχι και στο έντερο είναι δύσκολο να το ανιχνεύσουμε (μια και οι υπέρηχοι ανακλώνται εξ ολοκλήρου από τον αέρα) με αποτέλεσμα να καταφεύγουμε σε άλλες μεθόδους προκειμένου να το εξετάσουμε με αξιοπιστία. Η πλήρωση του στομάχου με νερό μπορεί να βοηθήσει στην απεικόνιση του παγκρέατος στην περίπτωση που υπάρχει αρκετός αέρας στο έντερο επειδή το πάγκρεας βρίσκεται ακριβώς πίσω από το στομάχι και το νερό είναι καλός αγωγός των υπερήχων.
Οι πιο συχνές παθήσεις των νεφρών που ελέγχουμε με τους υπερήχους είναι οι λίθοι (προκαλούν διάταση του πυελοκαλυκικού συστήματος) και οι κύστεις. Οι νεοπλασίες των νεφρών αναδεικνύονται αξιόπιστα με τους υπερήχους και δύσκολα διαφεύγουν, ενώ η αναγνώριση εστιών πυελονεφρίτιδος απαιτεί εμπειρία. Η διάγνωση της οξείας και της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας γίνεται σχετικά εύκολα με τους υπερήχους.
Ο σπλήνας εξετάζεται πιο δύσκολα συγκριτικά με τα άλλα όργανα γιατί είναι κρυμμένος πίσω από τις κατώτερες θωρακικές πλευρές. Η βαθειά όμως εισπνοή βοηθά να τον εξετάσουμε γιατί συσπάται το διάφραγμα και ο σπλήνας έρχεται πιο χαμηλά και απεικονίζεται καλύτερα. Κυρίως μας αφορά το μέγεθός του που αυξάνεται σε παθήσεις του αίματος και στην πυλαία υπέρταση (πάθηση του ήπατος).
Στους όγκους που ανιχνεύουμε στα συμπαγή όργανα της άνω κοιλίας (ήπαρ, πάγκρεας, νεφρούς, σπλήνας) είναι πολλές φορές δύσκολο να διευκρινίσουμε αν είναι καλοήθεις ή κακοήθεις. Σε αυτή την περίπτωση μπορούμε να βοηθήσουμε εξετάζοντας την αγγείωση του όγκου με triplex ή χορήγηση σκιαγραφικού ενδοφλεβίως. Η βιοψία των οργάνων με βελόνα και λήψη υλικού είναι επίσης μία μέθοδος που χρησιμοποιούμε με τους υπερήχους προκειμένου να γίνει ταυτοποίηση μιας βλάβης.
Ο έλεγχος του οπισθοπεριτοναϊκού χώρου με τους υπερήχους δεν είναι πάντα εύκολος, ιδίως αν ο σωματότυπος του ασθενούς δεν βοηθάει (υπέρβαρος εξεταζόμενος) ή παρουσία μεγάλης ποσότητας κοπράνων ή αέρα στο έντερο του εξεταζόμενου. Αν όμως λείπουν οι δύο αυτοί παράγοντες μπορούμε να ελέγξουμε το ανεύρυσμα της κοιλιακής αορτής ή διογκωμένους λεμφαδένες.
Βλάβες στα επινεφρίδια ανιχνεύονται αν έχουν μέγεθος πάνω από δύο εκατοστά, ενώ η οπισθοπεριτοναϊκή ίνωση ανιχνεύεται σε αρκετές περιπτώσεις.
Η περιτοναϊκή κοιλότητα ιδίως σε αδύνατα άτομα εξετάζεται με μεγάλη αξιοπιστία με τους υπερήχους, έτσι μπορούμε να αναδείξουμε την ύπαρξη ασκιτικού υγρού, φλεγμονές του εντέρου (σκωληκοειδίτιδα ή εκκολπωματίτιδα) ή ακόμα και κακοήθεις όγκους του εντέρου.
Στα κοιλιακά τοιχώματα οι υπέρηχοι μπορούν να ανιχνεύσουν την ύπαρξη λιπωμάτων ή να αναδείξουν κήλες ( ομφαλοκήλη, βουβωνοκήλη).
Τέλος σε όρθια θέση μπορούν να ανιχνεύσουν την ύπαρξη υγρού στις υπεζωκοτικές κοιλότητες ή ακόμα και στο περικάρδιο.
Με την βοήθεια των υπερήχων μπορούν να γίνουν με χρήση ειδικών βελονών βιοψίες των οργάνων της κοιλίας ή να παροχετευθούν με ειδικούς καθετήρες συλλογές εντός της περιτοναϊκής κοιλότητας.
*R.A. Kane, H.E. Longmaid and P. Costello et al., Noninvasive imaging in patients with hepatic masses: A prospective comparison of ultrasound, CT and MR imaging
RSNA Scientific Program 1993
Στο υπερηχογράφημα κάτω κοιλίας ελέγχουμε τα όργανα της κάτω κοιλίας και κυρία την ουροδόχο κύστη, την μήτρα και τις ωοθήκες και τον προστάτη.
Τα πιο συχνά ευρήματα της ουροδόχου κύστης είναι το θήλωμα και οι κυστίτιδες, όπως και η κύστη εκ προσπαθείας (που προκαλείται από την υπερτροφία του προστάτη).
Από την μήτρα συχνά ευρήματα είναι τα ινομυώματα, ενώ με μεγάλη αξιοπιστία απεικονίζεται το ενδομήτριο, η πάχυνση του οποίου στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση πρέπει να ελέγχεται με απόξεση.
Από τις ωοθήκες συχνότερα απαντώνται οι κύστεις, η πάχυνση του τοιχώματος των οποίων αναδεικνύεται με μεγάλη ακρίβεια με τους υπερήχους, έτσι ώστε σε ορισμένες περιπτώσεις να συνεχίζεται ο έλεγχος και με άλλες απεικονιστικές μεθόδους, ώστε να μην διαφύγει μία κακοήθεια.
Οι φυσιολογικές σάλπιγγες δεν φαίνονται στους υπερήχους. Εάν όμως αυτές διογκωθούν (υδροσάλπιγγα , πυοσάλπιγγα ) απεικονίζονται με μεγάλη ακρίβεια.
Με τους υπερήχους κάτω κοιλίας μπορούμε να προσδιορίσουμε μόνο την υπερτροφία του προστάτη, ενώ ο καρκίνος δεν αναδεικνύεται με τους υπερήχους κάτω κοιλίας. Ο βαθμός της υπερτροφίας επηρεάζει το υπόλειμμα ούρων που ανευρίσκεται στην κύστη, στην μετά ούρηση εξέταση.
Εάν προκύψουν ευρήματα στην εξέταση της κάτω κοιλίας ο έλεγχος μπορεί να συμπληρωθεί με ενδοκολπικό ή διορθικό υπερηχογράφημα.
Φλεγμονή του παχέως εντέρου, όπως η σκωληκοειδίτιδα και η εκκολπωματίτιδα μπορούν να αναδειχθούν με τους υπερήχους, ενώ οι νεοπλασίες του παχέως εντέρου όταν αναδειχθούν έχουν ήδη μεγάλο μέγεθος.
Οι ακτινογραφίες για έλεγχο σκολίωσης είναι ειδικές και πρέπει να γίνονται με ειδικά συστήματα “ολόσωμης” απεικόνισης, Να απεικονίζουν με μια λήψη το σύνολο της αυχενικής, θωρακικής και οσφϋικής σπονδυλικής στήλης και την λεκάνη και ισχία του/της εξεταζόμενης.
Υπάρχουν συστήματα που αρκεί μια ακτινοβόληση από μεγάλη απόσταση και άλλα που απαιτούνται 2-3 διαδοχικές ακτινοβολήσεις με ταυτόχρονη μετακίνηση της λυχνίας και του σένσορα.
Το πλεονέκτημα των συστημάτων με μια ακτινοβόληση είναι ότι σε κλάσμα δευτερολέπτου τελειώνει η εξέταση και έτσι αποφεύγουμε την έστω και μικρή κίνηση ή αλλαγή στάσης που απαιτούν αυτά με πολλαπλή ακτινοβόληση (αυτό προκαλεί αποτυχημένη εξέταση και επανάλειψη).
Ειδικά σε παιδιά ή ασταθείς ασθενείς και ηλικωμένους το σύστημα μας με μια ακτινοβόληση είναι ασύγκριτα καλύτερο.
Οι ακτινογραφίες για έλεγχο σκολίωσης είναι ειδικές και πρέπει να γίνονται με ειδικά συστήματα “ολόσωμης” απεικόνισης, Να απεικονίζουν με μια λήψη το σύνολο της αυχενικής, θωρακικής και οσφϋικής σπονδυλικής στήλης και την λεκάνη και ισχία του/της εξεταζόμενης.
Υπάρχουν συστήματα που αρκεί μια ακτινοβόληση από μεγάλη απόσταση και άλλα που απαιτούνται 2-3 διαδοχικές ακτινοβολήσεις με ταυτόχρονη μετακίνηση της λυχνίας και του σένσορα.
Το πλεονέκτημα των συστημάτων με μια ακτινοβόληση είναι ότι σε κλάσμα δευτερολέπτου τελειώνει η εξέταση και έτσι αποφεύγουμε την έστω και μικρή κίνηση ή αλλαγή στάσης που απαιτούν αυτά με πολλαπλή ακτινοβόληση (αυτό προκαλεί αποτυχημένη εξέταση και επανάλειψη).
Ειδικά σε παιδιά ή ασταθείς ασθενείς και ηλικωμένους το σύστημα μας με μια ακτινοβόληση είναι ασύγκριτα καλύτερο.